φερέπτερος

φερέπτερος
φερέ-πτερος, ον,
A bearing wings, winged, Max.610: gen. pl. φερεπτερύγων from [suff] φερε-πτέρῠγος, ον, or [suff] φερε-πτέρυξ, , , Opp.H. 2.482.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φερέπτερος — ον, Α φτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανυσί πτερος] …   Dictionary of Greek

  • φερεπτέρου — φερέπτερος bearing wings masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • φερεπτέρυγος — ον, Α (ποιητ. τ.) φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. τανυσι πτέρυγος] …   Dictionary of Greek

  • φερεπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, τανυ πτέρυξ)] …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”